αψήφιστος

αψήφιστος
-η, -ο (Α ἀψήφιστος, -ον) [ψηφίζω]
νεοελλ.
Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
2. ταπεινός, άσημος
3. περιφρονημένος
4. απρεπής, ανάρμοστος
5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί
II. επίρρ. αψήφιστα
1. με αδιαφορία και περιφρόνηση
2. ασυλλόγιστα
αρχ.
εκείνος που δεν έχει ψηφίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀψήφιστος — not having voted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψήφιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ψήφισε: Μείναμε αψήφιστοι, γιατί φτάσαμε αργά. 2. αυτός που δεν ψηφίστηκε: Αψήφιστος έμεινε κι από τους συγγενείς του ακόμη. 3. ριψοκίνδυνος: Ο καπετάνιος ήταν άνθρωπος αψήφιστος. 4. ανάξιος λόγου, ασήμαντος: Σπίθα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀψηφίστως — ἀψήφιστος not having voted adverbial ἀψήφιστος not having voted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψήφιστον — ἀψήφιστος not having voted masc/fem acc sg ἀψήφιστος not having voted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψηφισιά — η [αψήφιστος] αδιαφορία, περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”